- φαστ-φουντ
- το, Νάκλ.1. τύπος επιχείρησης εστιατορίων τα οποία λειτουργούν ολόκληρο ή κατά το μεγαλύτερο μέρος τού 24ώρου, με αυτοματοποιημένη παραγωγή ορισμένων μαγειρεμένων προϊόντων, που μπορούν να καταναλωθούν επιτόπου ή να μεταφερθούν συσκευασμένα2. το εστιατόριο αυτού τού τύπου3. τα μαγειρεμένα τρόφιμα που προσφέρουν τα εστιατόρια αυτά.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fast food].
Dictionary of Greek. 2013.