φαστ-φουντ

φαστ-φουντ
το, Ν
άκλ.
1. τύπος επιχείρησης εστιατορίων τα οποία λειτουργούν ολόκληρο ή κατά το μεγαλύτερο μέρος τού 24ώρου, με αυτοματοποιημένη παραγωγή ορισμένων μαγειρεμένων προϊόντων, που μπορούν να καταναλωθούν επιτόπου ή να μεταφερθούν συσκευασμένα
2. το εστιατόριο αυτού τού τύπου
3. τα μαγειρεμένα τρόφιμα που προσφέρουν τα εστιατόρια αυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fast food].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Βερολίνο — (Βerlin). Πόλη (3.392.900 κάτ. το 1999) της βορειοανατολικής Γερμανίας, πρωτεύουσα της Γερμανικής Ομοσπονδίας (από το 1871 έως το 1945, και ξανά από το 1990, μετά την ένωση των δύο Γερμανιών και των αντίστοιχων τμημάτων του Β., Ανατολικού και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”